ανεμολογία

ανεμολογία
η
κλάδος της μετεωρολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των ανέμων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανεμολογία — Τομέας της μετεωρολογίας που εξετάζει τμήματα της ατμόσφαιρας που δεν έχουν σχέση με τη λιθόσφαιρα και την υδρόσφαιρα …   Dictionary of Greek

  • ανεμολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ανεμολογία, σχετίζεται με την ανεμολογία: Στο νησί υπήρχε ανεμολογικός σταθμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • μετεωρολογία — Επιστήμη που μελετά τα φυσικά φαινόμενα (άλλοτε γνωστά ως μετέωρα), τα οποία λαμβάνουν χώρα στην ατμόσφαιρα της Γης και τους νόμους που τα καθορίζουν (ως ατμόσφαιρα της Γης μπορούμε να ορίσουμε το αεριώδες στρώμα που την περιβάλλει και συμμετέχει …   Dictionary of Greek

  • χαρτογραφία — Επιστήμη που αποβλέπει στην απεικόνιση επάνω σε επίπεδη ή σφαιρική επιφάνεια, σε σμίκρυνση, ενός μέρους ή όλης της γήινης επιφάνειας. Η ανάγκη της αναπαράστασης επάνω σε μια σημαντικά περιορισμένη επιφάνεια των τοπογραφικών ιδιομορφιών μιας… …   Dictionary of Greek

  • ανεμορόμβοι — Οι 32 ίσες διαιρέσεις στις οποίες χωρίζεται ο κύκλος του ανεμολογίου που είναι προσαρτημένος στην πυξίδα του πλοίου. Με τον τρόπο αυτό o ορίζοντας, που έχει 360°, διαιρείται σε τόξα των 11° 15’ το καθένα. Κάθε α. διαιρείται σε δύο ημιρρόμβια, που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”